- στασιμοποιός
- στᾰσῐμοποιός, όν,A creating stability, Dam.Pr.298.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στασιμοποιός — creating stability masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμοποιός — ον, Μ αυτός που επιφέρει σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσιμος + ποιός*] … Dictionary of Greek